- Κορυβαντιασμοῦ
- ΚορυβαντιασμόςCorybantic frenzymasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορυβαντιασμός — και κορυβαντισμός, ὁ (Α) [κορυβαντιώ] φρενήρης κατάσταση σαν τον ενθουσιασμό τών Κορυβάντων («αὐλός... οἷον ἔκφρονας καὶ κορυβαντιασμοῡ πλήρεις ἀποτελεῑ», Λογγίν.) … Dictionary of Greek